- συστροφία
- ἡ, Α1. ευστροφία, πανουργία2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. τού συντροφιά].
Dictionary of Greek. 2013.